- ἀτραπιτός
- ἀτραπιτός = ἀταρπιτός, path, Od. 13.195†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἀτραπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)